- κατασκοπήν
- κατασκοπήviewing closelyfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκοπή — κατασκοπή, ἡ (Α) 1. η εξέταση από κοντά, η κατασκόπευση 2. φρ. «κατασκοπαῑς χρῶμαι» κατασκοπεύω, χρησιμοποιώ κατασκόπους 3. φρ. «ἐς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων» στην εξέταση, την καταμέτρηση τών περιουσιακών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek
τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από … Dictionary of Greek